- ξεγύμνωμα
- τό1) раздевание; 2) оголение; обнажение; 3) ограбление; 4) перен. разоблачение, изобличение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεγύμνωμα — το 1. απογύμνωση, γδύσιμο 2. μτφ. αποκάλυψη τών αδυναμιών ή τών ελαττωμάτων κάποιου, ξεσκέπασμα … Dictionary of Greek
ξεγύμνωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεγυμνώνω, το ξεσκέπασμα. 2. μτφ., αποκάλυψη αδυναμιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απογύμνωση — η (AM ἀπογύμνωσις) η αφαίρεση όλων των ενδυμάτων, το ξεγύμνωμα νεοελλ. 1. η πλήρης αρπαγή των υπαρχόντων κάποιου, η ληστεία 2. η λεηλασία … Dictionary of Greek
εκγύμνωση — η 1. το ξεγύμνωμα 2. η αποκόμιση τών αποσαθρωμάτων από τις διάφορες γεωλογικές δυνάμεις (άνεμο, βροχή κ.λπ.) … Dictionary of Greek
λωποδυσία — η (Α λωποδυσία και λωποδυτία) [λωποδύτης] ξεγύμνωμα, επιτήδεια κλοπή, ιδίως αντικειμένων μικρής αξίας αρχ. κλοπή ενδυμάτων … Dictionary of Greek
γύμνωμα — το 1. το γδύσιμο, το ξεγύμνωμα. 2. αρπαγή, λεηλασία: Το γύμνωμα του νησιού οφειλόταν στην πειρατεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμπράτσωμα — το, ατος το ξεγύμνωμα των μπράτσων, αλλ. ανασκούμπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)